συμπαραναλίσκω

συμπαραναλίσκω
Α
1. καταστρέφω επίσης
2. παθ. συμπαραναλίσκομαι
ξοδεύομαι συγχρόνως («συμπαραναλωθήσεται τῷ κεφαλαίῳ καὶ τὸ μέρος», Βασ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραναλίσκω «δαπανώ περισσότερα από όσο πρέπει, καταστρέφω, αφανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”